- φιλοκαρποφόρος
- φῐλο-καρποφόρος, ον,A bearing fruit abundantly, θέρος ib.6.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκαρποφόρος — ον, Α αυτός που έχει άφθονους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καρποφόρος] … Dictionary of Greek
φιλοκαρποφόρου — φιλοκαρποφόρος bearing fruit abundantly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)